Με πήρε πάλι το πρωί στην πόρτα σου να κλαίω,
ξενύχτης κι ολομόναχος γιατί σε αγαπώ,
μα εσύ με βρίζεις και γελάς κι όλο με παραπαίρνεις,
ρίξε μου λίγο βάλσαμο να μην καρδιοχτυπώ.
Κοντά μου πάντα γλύκαινες την πίκρα και τον πόνο,
κάθε φιλί που μου `δινες με μέθαγε τρελά,
μα τώρα εσύ μ’ αρνήθηκες και μ’ άλλον πας να ζήσεις
και τον δικό μας χωρισμό δε σκέφτηκες καλά.
Μα σαν αφήσω τη ζωή, τον ψεύτικο τον κόσμο
και θάψουν το κορμάκι μου στη γη πολύ βαθιά,
τότε, το ξέρω, πως κι εσύ αφού θα μετανιώσεις,
θα ξενυχτάς στον τάφο μου χωρίς παρηγοριά.
|
Me píre páli to pri stin pórta su na kleo,
kseníchtis ki olomónachos giatí se agapó,
ma esí me vrízis ke gelás ki ólo me parapernis,
ríkse mu lígo válsamo na min kardiochtipó.
Kontá mu pánta glíkenes tin píkra ke ton póno,
káthe filí pu mu `dines me méthage trelá,
ma tóra esí m’ arníthikes ke m’ állon pas na zísis
ke ton dikó mas chorismó de skéftikes kalá.
Ma san afíso ti zoí, ton pseftiko ton kósmo
ke thápsun to kormáki mu sti gi polí vathiá,
tóte, to kséro, pos ki esí afu tha metaniósis,
tha ksenichtás ston táfo mu chorís parigoriá.
|