Μηλίτσα που ‘σαι στο γκρεμό,
με μήλα φορτωμένη,
τα μήλα σου λαχτάρισα,
μα το γκρεμό φοβάμαι.
Σαν τον φοβάσαι το γκρεμό,
έλα απ’ το μονοπάτι,
να σου χαρίσω τα γλυκά,
τα τρυφερά μου μήλα.
Βρέξε με με τα μήλα σου,
γιάτρεψε τις πληγές μου,
για το παλιό σου αμάρτημα,
σκύψε στο αυτί και πες μου.
Αν έχω κάτι να σου πω,
είναι χιλιοειπωμένο,
αυτό που όλοι θέλετε,
είναι το δαγκωμένο,
μήλο δαγκωμένο.
|
Milítsa pu ‘se sto gkremó,
me míla fortoméni,
ta míla su lachtárisa,
ma to gkremó fováme.
San ton fováse to gkremó,
éla ap’ to monopáti,
na su charíso ta gliká,
ta triferá mu míla.
Orékse me me ta míla su,
giátrepse tis pligés mu,
gia to palió su amártima,
skípse sto aftí ke pes mu.
An écho káti na su po,
ine chilioipoméno,
aftó pu óli thélete,
ine to dagkoméno,
mílo dagkoméno.
|