Μες στο κοιμητήρι, αχ, πικρή βροχή,
κάνε να μη σβήσει τούτο το κερί.
Κι ούτε ένα λουλούδι να μη μαραθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.
Κι εσύ, αγέρα, πάψε πια να κλαις,
δεν έχει φύγει, ψέματα μου λες.
Μην κοιτάς το στήθος που ’χει ματωθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.
Ζεστό σαν το ψωμί, καθάριο σαν νερό,
ένα παλικάρι είκοσι χρονώ.
Ούτε που τ’ αφήσαν ν’ απολογηθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.
Μαύρο κοιμητήρι, πως και να γενείς
κάμπος της ελπίδας και της προσμονής;
Ο αρχάγγελός μου έχει πια χαθεί,
μου τον σκοτώσαν, δε θα ξαναρθεί.
|
Mes sto kimitíri, ach, pikrí vrochí,
káne na mi svísi tuto to kerí.
Ki ute éna luludi na mi marathi,
den ton skotósan, échi kimithi.
Ki esí, agéra, pápse pia na kles,
den échi fígi, psémata mu les.
Min kitás to stíthos pu ’chi matothi,
den ton skotósan, échi kimithi.
Zestó san to psomí, kathário san neró,
éna palikári ikosi chronó.
Oíte pu t’ afísan n’ apologithi,
den ton skotósan, échi kimithi.
Mavro kimitíri, pos ke na genis
kábos tis elpídas ke tis prosmonís;
O archángelós mu échi pia chathi,
mu ton skotósan, de tha ksanarthi.
|