Έλεγε πάντα
πως την κάλεσα εγώ
Δεν είχε λόγο αλλιώς να έρθει στη ζωή μου
Την πόρτα μου άνοιξε
σε δύσκολο καιρό
Κι εγώ της είπα τρυφερά
μείνε μαζί μου
Μαζί ξυπνάμε
μαζί πίνουμε καφέ
Τα βράδια αφήνουμε
τις ώρες να μας πάνε
τα άδειά μου πάντα
και τα άχρηστα ποτέ
μαζί της έμαθα
αλήθειες να κοιτάνε
Κοντά της έμαθα
ν’ αντέχω τη σιωπή
να μη φοβάμαι το άδειο σπίτι όπως πρώτα
Να ζω με μένα
κι η στιγμή να `ναι γιορτή
που ζει ακόμα κι όταν σβήνουνε τα φώτα
Κι όταν οι άλλοι με ρωτούν
ποια είναι κοντά μου
Τους λέω για χρόνια
συντροφιά ειν’ η μοναξιά μου
|
Έlege pánta
pos tin kálesa egó
Den iche lógo alliós na érthi sti zoí mu
Tin pórta mu ánikse
se dískolo keró
Ki egó tis ipa triferá
mine mazí mu
Mazí ksipnáme
mazí pínume kafé
Ta vrádia afínume
tis óres na mas páne
ta ádiá mu pánta
ke ta áchrista poté
mazí tis ématha
alíthies na kitáne
Kontá tis ématha
n’ antécho ti siopí
na mi fováme to ádio spíti ópos próta
Na zo me ména
ki i stigmí na `ne giortí
pu zi akóma ki ótan svínune ta fóta
Ki ótan i álli me rotun
pia ine kontá mu
Tus léo gia chrónia
sintrofiá in’ i monaksiá mu
|