Η μοναξιά και το πιοτό μ’ έχουν τρελάνει
για κοίτα φίλε μου ο άνθρωπος που πάει.
Δεν είσαι εδώ κι όμως ακούω τη φωνή σου
μα δε μου λέει σ’ αγαπώ η απάντηση σου.
Μόνη μου τα λέω, μόνη μου τ’ ακούω
και στη λογική μου πια δεν υπακούω.
Μόνη μου τ’ ακούω, μόνη μου τα λέω
μες στις παραισθήσεις ζω και αναπνέω.
Η ερημιά γίνεται αγκάθι και ματώνει
κι η αδιαφορία σου τον έρωτα σκοτώνει
μα έχεις φύγει κι είσαι αλλού κι εγώ πονάω
και κάθε νύχτα με τον πόνο πολεμάω.
Μόνη μου τα λέω, μόνη μου τ’ ακούω
και στη λογική μου πια δεν υπακούω.
Μόνη μου τ’ ακούω, μόνη μου τα λέω
μες στις παραισθήσεις ζω και αναπνέω.
|
I monaksiá ke to piotó m’ échun treláni
gia kita fíle mu o ánthropos pu pái.
Den ise edó ki ómos akuo ti foní su
ma de mu léi s’ agapó i apántisi su.
Móni mu ta léo, móni mu t’ akuo
ke sti logikí mu pia den ipakuo.
Móni mu t’ akuo, móni mu ta léo
mes stis paresthísis zo ke anapnéo.
I erimiá ginete agkáthi ke matóni
ki i adiaforía su ton érota skotóni
ma échis fígi ki ise allu ki egó ponáo
ke káthe níchta me ton póno polemáo.
Móni mu ta léo, móni mu t’ akuo
ke sti logikí mu pia den ipakuo.
Móni mu t’ akuo, móni mu ta léo
mes stis paresthísis zo ke anapnéo.
|