Εκεί που αλλάζουνε τα ρούχα τους οι εργάτες
και βάζουν τα παλιά στις όμορφές τους πλάτες
εκεί θα γίνω εγώ μια μαρμαρένια βρύση
να `ρθει ο χρόνος κι ο καιρός να με σκαλίσει
να σκάψει επάνω μου ονόματα και τόπους
στιχάκια ερωτικά, συνθήματα και κόπους
να σκάψει μια καρδιά μικρή ερωτευμένη
να στάζω εγώ στους χτύπους της δεμένη.
Νερά να στάζω και ονόματα
νερά και διψασμένους τόπους
να σκύβουν χείλη κατακόκκινα
μέσα σε χτύπους και σε κρότους
νερά να στάζω και ονόματα
νερά και διψασμένους τόπους.
Το Λαύριο, ο Βόλος, η Ερμούπολη
η Έδεσσα, η Άρτα, η Δραπετσώνα
να κάνουν χούφτες τα χεράκια τους
να στάζω δάκρυ σαν εικόνα.
|
Eki pu allázune ta rucha tus i ergátes
ke vázun ta paliá stis ómorfés tus plátes
eki tha gino egó mia marmarénia vrísi
na `rthi o chrónos ki o kerós na me skalísi
na skápsi epáno mu onómata ke tópus
stichákia erotiká, sinthímata ke kópus
na skápsi mia kardiá mikrí erotevméni
na stázo egó stus chtípus tis deméni.
Nerá na stázo ke onómata
nerá ke dipsasménus tópus
na skívun chili katakókkina
mésa se chtípus ke se krótus
nerá na stázo ke onómata
nerá ke dipsasménus tópus.
To Lavrio, o Oólos, i Ermupoli
i Έdessa, i Άrta, i Drapetsóna
na kánun chuftes ta cherákia tus
na stázo dákri san ikóna.
|