Η νύχτα απόψε Βακχική, τυλίγει το καράβι
έτσι καθώς λικνίζεται στα πέλαγα και πάει
αγκάλη γίνεται ο γιαλός, χέρια απλωμένα οι κάμποι
κι ένα τραγούδι απόκοσμο, ξεχύνεται απ’ τα Χάη.
Από τη Λέσβο εχύμηξαν κοπάδι ερωτοπούλια
φωλιάσαν στα κατάρτια του, και κελαϊδούν κρυμμένα
στ’ άλμπουρα πάνω εξάδιπλο φιλί κατέβηκεν η Πούλια
και τ’ άστρα μέσα στα νερά χορεύουν μεθυσμένα.
Η νύχτα απόψε δε χωρά τον αναστεναγμό τους
από λαχτάρες μυστικές γεμάτο είναι τ’ αγέρι
οι ναύτες σιγοτραγουδούν στην πλώρη τον καημό τους
και φλόγες γίναν οι ματιές του μαύρου τιμονιέρη.
|
I níchta apópse Oakchikí, tilígi to karávi
étsi kathós liknízete sta pélaga ke pái
agkáli ginete o gialós, chéria aploména i kábi
ki éna tragudi apókosmo, ksechínete ap’ ta Chái.
Apó ti Lésvo echímiksan kopádi erotopulia
foliásan sta katártia tu, ke kelaidun krimména
st’ álbura páno eksádiplo filí katéviken i Pulia
ke t’ ástra mésa sta nerá chorevun methisména.
I níchta apópse de chorá ton anastenagmó tus
apó lachtáres mistikés gemáto ine t’ agéri
i naftes sigotragudun stin plóri ton kaimó tus
ke flóges ginan i matiés tu mavru timoniéri.
|