Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
|
Tha metalávo me neró thalassinó
stála ti stála sinagméno ap’ to kormí su
se tási archeo, bakirénio algerinó,
pu kinonusan piratés prin polemísun.
Paní dermátino, alimméno me kerí,
osmí apó kédro, apó liváni, apó verníki,
ópos mirízi abári se palió skarí
chtisméno tóte ston Efráti sti Finíki.
Skuriá piróchromi stis mínes tu Siná.
I káves tis Gerakinís ke to Stratóni.
To epíchrisma. I ágia skuriá pu mas genná,
Mas tréfi, tréfete apó mas, ke mas skotóni.
Puth’ érchese; Ap’ ti Oavilóna.
Pu pas; Sto máti tu kiklóna.
Pian agapás; Kápia tsingána.
Pós ti léne; Fáta Morgkána.
|