Σε άσχημη κατάσταση το φίλο μου τον βρήκα,
αμίλητος με βλέπει, μα στην καρδιά του μπήκα.
Τα χείλη του ήταν κίτρινα, τα μάτια του κομμένα
και έκλαψα μαζί του κι εκείνονε και μένα.
Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες,
γιατί να μπλέκουμε σε παλιοϊστορίες;
Αφού στον κόσμο λιγοστές είν’ οι κυρίες,
γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες;
Φίλε, δεν είμαστε άτυχοι κι αν όλα δε μου τα ‘πες,
απλούστατα κι οι δυο μας πιστέψαμε σ’ αγάπες.
Είναι η καρδιά μας ένοχη και στον γκρεμό μας πάει,
πληγώνεται, πονάει, αλλά ξαναγαπάει.
|
Se áschimi katástasi to fílo mu ton vríka,
amílitos me vlépi, ma stin kardiá tu bíka.
Ta chili tu ítan kítrina, ta mátia tu komména
ke éklapsa mazí tu ki ekinone ke ména.
Giatí na imaste ki i dio esthimatíes,
giatí na blékume se palioistoríes;
Afu ston kósmo ligostés in’ i kiríes,
giatí na imaste lipón esthimatíes;
Fíle, den imaste átichi ki an óla de mu ta ‘pes,
aplustata ki i dio mas pistépsame s’ agápes.
Ine i kardiá mas énochi ke ston gkremó mas pái,
pligónete, ponái, allá ksanagapái.
|