Όλα η ψυχή μου τα ζητά,
πράσινα να ‘ναι, πράσινα.
Τον άνεμο, τη φυλλωσιά,
τ’ άλογο πάνω στα βουνά,
τη βάρκα μες στη θάλασσα.
Μες στη σκιά που τηνε ζώνει
ρεμβάζει πάνω στο μπαλκόνι,
πράσινο δέρμα και μαλλί
το μάτι κρύο και ασημί.
Σύντροφε πάρε τ’ άλογό μου
κι όλη η αρματωσιά δικιά σου,
το σπίτι σου να ‘ναι δικό μου,
να `ναι δική μου η φαμελιά σου.
Σύντροφε καταματωμένος
έρχομαι απ’ το ψηλό φαράγγι
αχ, έτσι το ‘φερ’ η ανάγκη.
Έγνοια σου γιε μου κι αν μπορούσα
ευθύς το πράγμα θα το κλειούσα
μα δεν ορίζω πια το δικό μου
κανέ, μηδέ το σπιτικό μου.
Σύντροφε πες μου και πατέρα
που είναι η πικρή σου η θυγατέρα,
χρόνια και χρόνους εκεί μένει
και πάντα εκεί θα περιμένει,
όμορφη, μελαμψή και μόνη,
πάνω στο πράσινο μπαλκόνι.
|
Όla i psichí mu ta zitá,
prásina na ‘ne, prásina.
Ton ánemo, ti fillosiá,
t’ álogo páno sta vuná,
ti várka mes sti thálassa.
Mes sti skiá pu tine zóni
remvázi páno sto balkóni,
prásino dérma ke mallí
to máti krío ke asimí.
Síntrofe páre t’ álogó mu
ki óli i armatosiá dikiá su,
to spíti su na ‘ne dikó mu,
na `ne dikí mu i fameliá su.
Síntrofe katamatoménos
érchome ap’ to psiló farángi
ach, étsi to ‘fer’ i anágki.
Έgnia su gie mu ki an borusa
efthís to prágma tha to kliusa
ma den orízo pia to dikó mu
kané, midé to spitikó mu.
Síntrofe pes mu ke patéra
pu ine i pikrí su i thigatéra,
chrónia ke chrónus eki méni
ke pánta eki tha periméni,
ómorfi, melampsí ke móni,
páno sto prásino balkóni.
|