Σφύριξε καράβι, έλαβα το μήνυμα
κι έπεσα νωρίς να κοιμηθώ,
έχω καταλάβει πως δε θα `χω στήριγμα,
μόνη, απ’ τη ζωή θα κρατηθώ.
Τα μάτια σου, τα λόγια σου και το περπάτημά σου,
τα θυμάμαι κι όταν πίνω το κρασί,
οι φίλοι μου με βλέπουν σαν πιστό ομοίωμά σου,
περπατάω και μιλάω όπως εσύ.
Έπιασε να βρέχει, τίποτα δεν άλλαξε,
τίποτα δεν πήγε πιο μπροστά,
κι η ψυχή μου τρέχει για να δει αν άραξε
στο λιμάνι, πλοίο απ’ τα γνωστά.
Τα μάτια σου, τα λόγια σου και το περπάτημά σου,
τα θυμάμαι κι όταν πίνω το κρασί,
οι φίλοι μου με βλέπουν σαν πιστό ομοίωμά σου,
περπατάω και μιλάω όπως εσύ.
|
Sfírikse karávi, élava to mínima
ki épesa norís na kimithó,
écho katalávi pos de tha `cho stírigma,
móni, ap’ ti zoí tha kratithó.
Ta mátia su, ta lógia su ke to perpátimá su,
ta thimáme ki ótan píno to krasí,
i fíli mu me vlépun san pistó omiomá su,
perpatáo ke miláo ópos esí.
Έpiase na vréchi, típota den állakse,
típota den píge pio brostá,
ki i psichí mu tréchi gia na di an árakse
sto limáni, plio ap’ ta gnostá.
Ta mátia su, ta lógia su ke to perpátimá su,
ta thimáme ki ótan píno to krasí,
i fíli mu me vlépun san pistó omiomá su,
perpatáo ke miláo ópos esí.
|