Φόρεσε το μανδύα του
και το χρυσό καπέλο
και να, η ζωή αξίωσε
να παίξει τον Οθέλλο.
Στα βλέμματα των θεατών
τη νιότη του γυρεύει
και της ζωής του την κλωστή
στα δάχτυλα μαζεύει.
Παίζει ο γέρος ποιητής
το ρόλο της ζωής του
αυτόν που κράταγε κρυφό
βαθιά μες στην ψυχή του.
Χρόνια των στίχων γητευτής
τις ρίμες ξεκαρφώνει
ρομαντικός πραματευτής
στο τζάμπα τις σκοτώνει.
Αψήφησε τη μοίρα του,
κάθε λογής κανόνες
κι έτσι στο τέλος της γιορτής
θα `ναι στους επιζώντες.
Παίζει ό,τι ονειρεύτικε,
το χθες του ξεγυμνώνει
και τη ζωή περιφρονεί
σαν τη γριά την πόρνη.
|
Fórese to mandía tu
ke to chrisó kapélo
ke na, i zoí aksíose
na peksi ton Othéllo.
Sta vlémmata ton theatón
ti nióti tu girevi
ke tis zoís tu tin klostí
sta dáchtila mazevi.
Pezi o géros piitís
to rólo tis zoís tu
aftón pu krátage krifó
vathiá mes stin psichí tu.
Chrónia ton stíchon giteftís
tis rímes ksekarfóni
romantikós pramateftís
sto tzába tis skotóni.
Apsífise ti mira tu,
káthe logís kanónes
ki étsi sto télos tis giortís
tha `ne stus epizóntes.
Pezi ó,ti onireftike,
to chthes tu ksegimnóni
ke ti zoí perifroni
san ti griá tin pórni.
|