Το παράθυρο μισόκλειστο, νυχτώνει
Και το φως του φεγγαριού με ξεσηκώνει
Όλα γύρω με τρελαίνουν
Στο μυαλό μου βόλτα βγαίνουν
Όλοι οι δαίμονες κι οι αγγέλοι, ξημερώνει
Στην παλιά την κουνιστή την πολυθρόνα
Μαζευτήκαν ιστορίες του αιώνα
Η μητέρα, η γιαγιά μου
Κι ίσως αύριο τα παιδιά μου
Θα ’χουν κάτι να ζεσταίνει το χειμώνα
Ό,τι με αγγίζει
Είναι μόνο ό,τι αξίζει
Να θυμάμαι γιατί άντεξε στο χρόνο
Ό,τι με αγγίζει
Μ’ αγαπά ή με φοβίζει
Θα ’ναι αύριο μια ανάμνηση και μόνο
Ο αγέρας να φλερτάρει την κουρτίνα
Κι ας μαραίνεται ο κήπος Μάη μήνα
Τώρα φτιάχνω αν με ρωτήσεις
Αυριανές μου αναμνήσεις
Να μου λένε
|
To paráthiro misóklisto, nichtóni
Ke to fos tu fengariu me ksesikóni
Όla giro me trelenun
Sto mialó mu vólta vgenun
Όli i demones ki i angéli, ksimeróni
Stin paliá tin kunistí tin polithróna
Mazeftíkan istoríes tu eóna
I mitéra, i giagiá mu
Ki ísos avrio ta pediá mu
Tha ’chun káti na zesteni to chimóna
Ό,ti me angizi
Ine móno ó,ti aksízi
Na thimáme giatí ántekse sto chróno
Ό,ti me angizi
M’ agapá í me fovízi
Tha ’ne avrio mia anámnisi ke móno
O agéras na flertári tin kurtína
Ki as marenete o kípos Mái mína
Tóra ftiáchno an me rotísis
Avrianés mu anamnísis
Na mu léne
|