Νύχτες και νύχτες τριγυρίζω μοναχή
σ’ αυτό το σπίτι που το στόλιζε η αγάπη,
βλέπω στον τοίχο να σκουριάζει ένα καρφί
μες στο σοβά που ‘χει νοτίσει από το δάκρυ.
Πήραν τα χέρια μου το χρώμα του καπνού,
στα δυο μου δάχτυλα της πίκρας ντοκουμέντα,
πάλι σε βλέπω, σε φαντάζομαι παντού,
κι ούτ’ ένα γεια, ούτε ματιά, ούτε κουβέντα.
Πες μου μόνο, μόνο μια κουβέντα,
πάντα είχες κάτι απ’ το Χριστό,
πάει καιρός που χάραζες στα δέντρα
μια καρδιά και δίπλα, “σ’ αγαπώ”.
Νύχτες και νύχτες τριγυρίζαμε μαζί,
όπου το βήμα σου και πλάι το δικό μου,
τώρα μ’ αφήνεις σαν κλεμμένο μαγαζί
στη διασταύρωση του φόβου και του δρόμου.
Πήραν τα χέρια μου το χρώμα του καπνού,
στα δυο μου δάχτυλα της πίκρας ντοκουμέντα,
πάλι σε βλέπω, σε φαντάζομαι παντού,
κι ούτ’ ένα γεια, ούτε ματιά, ούτε κουβέντα.
Πες μου μόνο, μόνο μια κουβέντα,
πάντα είχες κάτι απ’ το Χριστό,
πάει καιρός που χάραζες στα δέντρα
μια καρδιά και δίπλα, “σ’ αγαπώ”.
|
Níchtes ke níchtes trigirízo monachí
s’ aftó to spíti pu to stólize i agápi,
vlépo ston ticho na skuriázi éna karfí
mes sto sová pu ‘chi notísi apó to dákri.
Píran ta chéria mu to chróma tu kapnu,
sta dio mu dáchtila tis píkras ntokuménta,
páli se vlépo, se fantázome pantu,
ki ut’ éna gia, ute matiá, ute kuvénta.
Pes mu móno, móno mia kuvénta,
pánta iches káti ap’ to Christó,
pái kerós pu chárazes sta déntra
mia kardiá ke dípla, “s’ agapó”.
Níchtes ke níchtes trigirízame mazí,
ópu to víma su ke plái to dikó mu,
tóra m’ afínis san klemméno magazí
sti diastavrosi tu fóvu ke tu drómu.
Píran ta chéria mu to chróma tu kapnu,
sta dio mu dáchtila tis píkras ntokuménta,
páli se vlépo, se fantázome pantu,
ki ut’ éna gia, ute matiá, ute kuvénta.
Pes mu móno, móno mia kuvénta,
pánta iches káti ap’ to Christó,
pái kerós pu chárazes sta déntra
mia kardiá ke dípla, “s’ agapó”.
|