Μες στην Αθήνα κάθε βράδυ ξενυχτάω,
με την κιθάρα μ’ ολομόναχος μεθώ,
γιατί με ξέχασες με πόνο τραγουδάω,
σ’ όποια ταβέρνα μουχλιασμένη κι αν βρεθώ.
Στη μοναξιά μου η κιθάρα κι αυτή κλαίει
και με παράπονο μου λέει τα παλιά,
πως ήταν ψεύτικα οι όρκοι και τα χάδια,
η αγκαλιά της, η καρδιά και τα φιλιά.
Τώρα μονάχος τον καιρό μου κατεβάζω,
Γιατί δικάστηκα στη ψεύτικη ζωή,
άλλη καμιά ποτέ δε θ’ αγαπήσω,
όσο θυμάμαι που με ξέχασες εσύ.
Και ξεχασμένος μες στον κόσμο θα γυρίζω
και γελασμένος απ’ αγάπη θα μεθώ,
γιατί με ξέχασες πάντα θα μουρμουρίζω,
σ’ όποια ταβέρνα μουχλιασμένη κι αν βρεθώ.
|
Mes stin Athína káthe vrádi ksenichtáo,
me tin kithára m’ olomónachos methó,
giatí me kséchases me póno tragudáo,
s’ ópia tavérna muchliasméni ki an vrethó.
Sti monaksiá mu i kithára ki aftí klei
ke me parápono mu léi ta paliá,
pos ítan pseftika i órki ke ta chádia,
i agkaliá tis, i kardiá ke ta filiá.
Tóra monáchos ton keró mu katevázo,
Giatí dikástika sti pseftiki zoí,
álli kamiá poté de th’ agapíso,
óso thimáme pu me kséchases esí.
Ke ksechasménos mes ston kósmo tha girízo
ke gelasménos ap’ agápi tha methó,
giatí me kséchases pánta tha murmurízo,
s’ ópia tavérna muchliasméni ki an vrethó.
|