Πάλι τσιγάρο η μοναξιά μου έβαλε στα χείλη,
πάλι κι απόψε σ’ ένα μπαρ μ’ έφερε να τα πιω,
με τη μορφή σου στο μυαλό αδειάζω το ποτήρι,
πάλι μιλώ με άγνωστους μήπως και ξεχαστώ.
Στα σκοτεινά παραπατώ, στο πουθενά γλιστράω,
με το κορμί μου στο κενό και την ψυχή μου στο θυμό
που ακόμα σ’ αγαπάω.
Πάλι τσιγάρο η μοναξιά μου `δωσε να καπνίσω
και τα ποτήρια γέμισε με δυνατό πιοτό,
με τη μορφή σου πάντα εδώ δε γίνεται να ζήσω,
δε γίνεται με άγνωστους για σένα να μιλώ.
Στα σκοτεινά παραπατώ, στο πουθενά γλιστράω,
με το κορμί μου στο κενό και την ψυχή μου στο θυμό
που ακόμα σ’ αγαπάω.
|
Páli tsigáro i monaksiá mu évale sta chili,
páli ki apópse s’ éna bar m’ éfere na ta pio,
me ti morfí su sto mialó adiázo to potíri,
páli miló me ágnostus mípos ke ksechastó.
Sta skotiná parapató, sto puthená glistráo,
me to kormí mu sto kenó ke tin psichí mu sto thimó
pu akóma s’ agapáo.
Páli tsigáro i monaksiá mu `dose na kapníso
ke ta potíria gémise me dinató piotó,
me ti morfí su pánta edó de ginete na zíso,
de ginete me ágnostus gia séna na miló.
Sta skotiná parapató, sto puthená glistráo,
me to kormí mu sto kenó ke tin psichí mu sto thimó
pu akóma s’ agapáo.
|