Ταξίδι μου παράξενο με της φυγής το τραίνο,
συρμός που όλο ακολουθώ μα πίσω πάντα μένω,
Στοές της μνήμης χάθηκαν, κρυφτήκαν στο σκοτάδι,
την αγοράζεις την ψυχή και την πουλάς με χάδι.
Από παλιά ένα στοίχημα,
του εαυτού μου πείσμα,
της αλλαγής μου ατύχημα
και του ονείρου σχίσμα.
Ξέρω που τραβάει η μέρα,
ξέρω η νύχτα που το πάει,
όλα τα καταλαβαίνω
κι αυτό είναι που πονάει.
Ταξίδι μου παράξενο μες στων ματιών τη ρότα
κι αν τίποτα δεν άλλαξε, δεν είναι σαν και πρώτα,
βαθιά σημάδια μέσα μου, μου σφίγγουν τη γροθιά μου
όλα με πνίγουν δίπλα μου μα τίποτα κοντά μου.
Και μένω πάλι να κοιτώ
τα μάτια μου στα μάτια
κι έτσι, από πείσμα, να κρατώ
της μνήμης τα κομμάτια.
Ξέρω που τραβάει η μέρα,
ξέρω η νύχτα που το πάει,
όλα τα καταλαβαίνω
κι αυτό είναι που πονάει.
|
Taksídi mu parákseno me tis figís to treno,
sirmós pu ólo akoluthó ma píso pánta méno,
Stoés tis mnímis cháthikan, kriftíkan sto skotádi,
tin agorázis tin psichí ke tin pulás me chádi.
Apó paliá éna stichima,
tu eaftu mu pisma,
tis allagís mu atíchima
ke tu oniru schísma.
Kséro pu travái i méra,
kséro i níchta pu to pái,
óla ta katalaveno
ki aftó ine pu ponái.
Taksídi mu parákseno mes ston matión ti róta
ki an típota den állakse, den ine san ke próta,
vathiá simádia mésa mu, mu sfíngun ti grothiá mu
óla me pnígun dípla mu ma típota kontá mu.
Ke méno páli na kitó
ta mátia mu sta mátia
ki étsi, apó pisma, na krató
tis mnímis ta kommátia.
Kséro pu travái i méra,
kséro i níchta pu to pái,
óla ta katalaveno
ki aftó ine pu ponái.
|