Μες στου πόνου την ξαγρύπνια εγώ περπάτησα,
στ’ αδιέξοδο που βρήκες πάνω πάτησα.
Την αγάπη σου πικρά εξαργυρώνω
και το λάθος να σε θέλω το πληρώνω.
Τι να κάνω πες μου,
σβήνω απ’ τον καημό μου,
μόνο η νύχτα ακούει
το παράπονό μου.
Ένα ανθρώπινο κουρέλι εγώ κατάντησα,
χτες σε φώναξα μα πάλι εγώ απάντησα.
Μες στο σπίτι μας μονάχος πώς να μείνω,
στο λαβύρινθο που ζω την πόρτα κλείνω.
Τι να κάνω πες μου,
σβήνω απ’ τον καημό μου,
μόνο η νύχτα ακούει
το παράπονό μου.
|
Mes stu pónu tin ksagrípnia egó perpátisa,
st’ adiéksodo pu vríkes páno pátisa.
Tin agápi su pikrá eksargiróno
ke to láthos na se thélo to pliróno.
Ti na káno pes mu,
svíno ap’ ton kaimó mu,
móno i níchta akui
to paráponó mu.
Έna anthrópino kuréli egó katántisa,
chtes se fónaksa ma páli egó apántisa.
Mes sto spíti mas monáchos pós na mino,
sto lavírintho pu zo tin pórta klino.
Ti na káno pes mu,
svíno ap’ ton kaimó mu,
móno i níchta akui
to paráponó mu.
|