Κοιμόσουνα στα χέρια μου και μου ‘φυγε ένα δάκρυ
το πρόσωπο χαράκωσε ως των χειλιών την άκρη
και από κει για το λαιμό ξεκίνησε να πάει
μα έμπλεξε στα μαλλάκια σου και χάθηκε και πάει.
Έτσι μου φαίνεται κι εγώ τώρα κοντά σου που είμαι
έτσι σαν δάκρυ θα χαθώ κι αυτό αδικία είναι
δε με λυπήθηκε ο Θεός και μ’ άφησε μονάχο
τα δάκρυά μου συντροφιά αυτά μονάχα να ‘χω.
Και πήρε και σε ξύπνησε ο θόρυβος της μέρας
κι έγινες σκέψη μακρινή και απαλός αγέρας
πλάκα μου κάνεις βρε ζωή και ντύθηκες ρουφιάνα
όμως βαθιά σε αγαπώ σαν να σε έχω μάνα.
Γιατί μου φαίνεται κι εγώ τώρα κοντά σου που είμαι
έτσι σαν δάκρυ θα χαθώ κι αυτό αδικία είναι
δεν με λυπήθηκε ο Θεός και μ’ άφησε μονάχο
τα δάκρυά μου συντροφιά αυτά μονάχα να ‘χω.
|
Kimósuna sta chéria mu ke mu ‘fige éna dákri
to prósopo charákose os ton chilión tin ákri
ke apó ki gia to lemó ksekínise na pái
ma éblekse sta mallákia su ke cháthike ke pái.
Έtsi mu fenete ki egó tóra kontá su pu ime
étsi san dákri tha chathó ki aftó adikía ine
de me lipíthike o Theós ke m’ áfise monácho
ta dákriá mu sintrofiá aftá monácha na ‘cho.
Ke píre ke se ksípnise o thórivos tis méras
ki égines sképsi makriní ke apalós agéras
pláka mu kánis vre zoí ke ntíthikes rufiána
ómos vathiá se agapó san na se écho mána.
Giatí mu fenete ki egó tóra kontá su pu ime
étsi san dákri tha chathó ki aftó adikía ine
den me lipíthike o Theós ke m’ áfise monácho
ta dákriá mu sintrofiá aftá monácha na ‘cho.
|