Το κορίτσι που δουλεύει στην Ομόνοια
τρίτος όροφος γραφείο δεκατέσσερα
χτυπάει τα πλήκτρα της γραφομηχανής
οχτώ ώρες την ημέρα πλην της Κυριακής.
Κάθε που κουδουνίζει το τηλέφωνο
το πρωί με κέφι, μ’ ακεφιά τ’ απόγεμα
με καθαρή φωνή απαντάει στ’ ακουστικό
ποιος είστε και τι θέλετε παρακαλώ.
Να την που σταματάει να ξεκουραστεί
να καπνίσει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο της
στο κάδρο η θάλασσα αφρίζει αγριεμένη
απέναντι στον τοίχο καρφωμένη.
Το κορίτσι που δουλεύει στην Ομόνοια
τρίτος όροφος γραφείο δεκατέσσερα
παίρνει στα είκοσι τον βασικό μισθό
στα εξήντα το εφάπαξ και τη σύνταξη.
|
To korítsi pu dulevi stin Omónia
trítos órofos grafio dekatéssera
chtipái ta plíktra tis grafomichanís
ochtó óres tin iméra plin tis Kiriakís.
Káthe pu kudunízi to tiléfono
to pri me kéfi, m’ akefiá t’ apógema
me katharí foní apantái st’ akustikó
pios iste ke ti thélete parakaló.
Na tin pu stamatái na ksekurasti
na kapnísi éna tsigáro ap’ to pakéto tis
sto kádro i thálassa afrízi agrieméni
apénanti ston ticho karfoméni.
To korítsi pu dulevi stin Omónia
trítos órofos grafio dekatéssera
perni sta ikosi ton vasikó misthó
sta eksínta to efápaks ke ti síntaksi.
|