Μέσα μου νιώθω την ψυχή να φουρτουνιάζει,
άγριος χειμώνας έρχεται θαρρείς.
Ο νους μου με άλλου μάτια μακριά κοιτάζει,
μες την ανηφοριά του κόσμου να σταθείς.
Νιώσε εαυτέ μου μια στιγμή την αγωνία,
αύριο θα είναι η σειρά σου να σκεφτείς
Στροφές με μαύρες τις σκιές και χαραμάδες,
κυνηγημένος σε ολοσκότεινες στοές.
Δροσιά να ψάχνω και κατάφωτες ελπίδες
που ίσως αργότερα φανούν φανταχτερές.
Πάντα το τώρα μου απλά γίνεται τότε.
Απόψε είναι η σειρά μου να σκεφτώ.
Τώρα θαρρώ τα χρώματα πως τρελαθήκαν.
Τώρα η καρδιά μου είναι που αλλάζει το ρυθμό.
Αυτά τα λόγια ψάξανε και βρήκαν
να αναστηθούν και να φτουρήσουν,
στου άδειου δρόμου τα φευγιό
|
Mésa mu niótho tin psichí na furtuniázi,
ágrios chimónas érchete tharris.
O nus mu me állu mátia makriá kitázi,
mes tin aniforiá tu kósmu na stathis.
Nióse eafté mu mia stigmí tin agonía,
avrio tha ine i sirá su na skeftis
Strofés me mavres tis skiés ke charamádes,
kinigiménos se oloskótines stoés.
Drosiá na psáchno ke katáfotes elpídes
pu ísos argótera fanun fantachterés.
Pánta to tóra mu aplá ginete tóte.
Apópse ine i sirá mu na skeftó.
Tóra tharró ta chrómata pos trelathíkan.
Tóra i kardiá mu ine pu allázi to rithmó.
Aftá ta lógia psáksane ke vríkan
na anastithun ke na fturísun,
stu ádiu drómu ta fevgió
|