Πήρα το ταμπούρλο μου
και στους δρόμους χύθηκα
κι έπαιξα και φώναξα
και τον κόσμο φώναζα.
Βγήκα στο παράθυρο
και τους δρόμους πήρανε
κι όλοι στο κατόπι μου
λίγο λίγο πλήθαιναν.
Κι όλη η χώρα άδειαζε
κι όλη η χώρα γέμιζε
κι όλοι τραγουδούσανε
και γιατί δεν ξέρανε.
Κι όλοι τραγουδούσανε
που εγώ τραγούδαγα
κι όλοι τραγουδούσανε
όλοι το τραγούδι μου.
Κι όλοι τραγουδούσανε
όλη τη λαχτάρα μου
και μια χώρα ολόκληρη
ήπιε το μεθύσι μου.
Κι ένας κόσμος άγνωστος
αγριοφουρτούνιασε
μοναχά για μένανε
που με το τραγούδι μου
μες στους δρόμους χύθηκα
και έπαιζα και φώναζα.
Φώναζα χαρούμενα
κοίταγα και φώναζα.
|
Píra to taburlo mu
ke stus drómus chíthika
ki épeksa ke fónaksa
ke ton kósmo fónaza.
Ogíka sto paráthiro
ke tus drómus pírane
ki óli sto katópi mu
lígo lígo plíthenan.
Ki óli i chóra ádiaze
ki óli i chóra gémize
ki óli tragudusane
ke giatí den ksérane.
Ki óli tragudusane
pu egó tragudaga
ki óli tragudusane
óli to tragudi mu.
Ki óli tragudusane
óli ti lachtára mu
ke mia chóra olókliri
ípie to methísi mu.
Ki énas kósmos ágnostos
agriofurtuniase
monachá gia ménane
pu me to tragudi mu
mes stus drómus chíthika
ke épeza ke fónaza.
Fónaza charumena
kitaga ke fónaza.
|