Μάτια που ξέρω από παλιά
σε μιαν άλλη ζωή, στη ζωή μου κρυμμένη
με ζαλίζουν με κρυφτό κι όμως βρήκαν, στο λεπτό,
το κλειδί που η ψυχή με κρατά κλειδωμένη.
Και ξανά, και ξανά πάλι απ’ την αρχή
το στόμα φυλάει, το σώμα διψάει
και ξανά, και ξανά τρέχω σαν τρελή
στης αγάπης το σκοπό που με καλεί.
Μάτια που κρύβουνε καλά,
με πληγές ανοικτές, της καρδιάς τα κομμάτια,
σας χαρίζω μι’ αγκαλιά κι ας αρπάξουνε φωτιά
τα κορμιά κι οι ψυχές σ’ ιδρωμένα δωμάτια.
Και ξανά, και ξανά πάλι απ’ την αρχή
το στόμα φυλάει, το σώμα διψάει
και ξανά, και ξανά τρέχω σαν τρελή
στης αγάπης το σκοπό που με καλεί.
|
Mátia pu kséro apó paliá
se mian álli zoí, sti zoí mu krimméni
me zalízun me kriftó ki ómos vríkan, sto leptó,
to klidí pu i psichí me kratá klidoméni.
Ke ksaná, ke ksaná páli ap’ tin archí
to stóma filái, to sóma dipsái
ke ksaná, ke ksaná trécho san trelí
stis agápis to skopó pu me kali.
Mátia pu krívune kalá,
me pligés aniktés, tis kardiás ta kommátia,
sas charízo mi’ agkaliá ki as arpáksune fotiá
ta kormiá ki i psichés s’ idroména domátia.
Ke ksaná, ke ksaná páli ap’ tin archí
to stóma filái, to sóma dipsái
ke ksaná, ke ksaná trécho san trelí
stis agápis to skopó pu me kali.
|