Κάθε μέρα που περνάει
πιο πολύ με ξεγελάει.
Ξημερώνει και βραδιάζει
και την τσέπη μου αδειάζει.
Βάλε μου να πιω μια μπύρα
για ν’ αλλάξω χαρακτήρα
τις σκοτούρες να ξεχάσω
μήπως λίγο ησυχάσω.
Ζωή δε σου ζητώ πολλά
δυο τρία όνειρα γλυκά
να κοιμηθώ ευχάριστα
και να `χω την υγειά μου.
Κάθε μέρα που περνάει
λίγο λίγο με χαλάει
χάνεται δε μου μιλάει
κάπου κάπου μ’ αγαπάει.
Τα βαρέθηκα πια όλα
βάλε ένα μπακάρντι κόλα
τις σκοτούρες να ξεχάσω
μήπως λίγο ησυχάσω.
Ζωή δε σου ζητώ πολλά
δυο τρία όνειρα γλυκά
να κοιμηθώ ευχάριστα
και να `χω την υγειά μου
|
Káthe méra pu pernái
pio polí me ksegelái.
Ksimeróni ke vradiázi
ke tin tsépi mu adiázi.
Oále mu na pio mia bíra
gia n’ allákso charaktíra
tis skotures na ksecháso
mípos lígo isicháso.
Zoí de su zitó pollá
dio tría ónira gliká
na kimithó efchárista
ke na `cho tin igiá mu.
Káthe méra pu pernái
lígo lígo me chalái
chánete de mu milái
kápu kápu m’ agapái.
Ta varéthika pia óla
vále éna bakárnti kóla
tis skotures na ksecháso
mípos lígo isicháso.
Zoí de su zitó pollá
dio tría ónira gliká
na kimithó efchárista
ke na `cho tin igiá mu
|