Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
κάτι γιορτάζει βαθιά στο κορμί,
και ξαναβλέπεις το φως,
σαν να ‘σουν χρόνια τυφλός.
Κι ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος, φυσάει βουρκωμένος.
Είναι φορές που δεν ξέρω γιατί
κάτι νυχτώνει βαθιά και πενθεί
και δε σου κάνει κανείς
κι όπως γυρεύεις να βρεις
λίγο λευκό να πιαστείς
γιασεμί στο σκοτάδι
σαν άστρο ανάβει.
Λευκό μου γιασεμί
μη νυχτώσεις.
Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
μέσα μου τρέμει μια ξένη φωνή,
που μου θυμίζει στιγμές
από παλιές μου ζωές
και ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος, φυσάει βουρκωμένος.
Λευκό μου γιασεμί, μη νυχτώσεις.
|
Ine forés pu chorís aformí,
káti giortázi vathiá sto kormí,
ke ksanavlépis to fos,
san na ‘sun chrónia tiflós.
Ki énas aéras zestós
giasemiá fortoménos, fisái vurkoménos.
Ine forés pu den kséro giatí
káti nichtóni vathiá ke penthi
ke de su káni kanis
ki ópos girevis na vris
lígo lefkó na piastis
giasemí sto skotádi
san ástro anávi.
Lefkó mu giasemí
mi nichtósis.
Ine forés pu chorís aformí,
mésa mu trémi mia kséni foní,
pu mu thimízi stigmés
apó paliés mu zoés
ke énas aéras zestós
giasemiá fortoménos, fisái vurkoménos.
Lefkó mu giasemí, mi nichtósis.
|