Με τρέλαναν τα μάτια σου,
μικρή μου χαϊδεμένη.
Ωχ, Σμυρνιοπούλα, σ’ αγαπώ,
μικρή και παντρεμένη.
Κρυφή να κτίσουμε φωλιά
μ’ έρωτα και με πόνο
για σένανε μικρούλα μου,
για σένανε και μόνο.
Στα δυο γλυκά ματάκια σου,
στ’ ορκίζομαι μικρό μου,
αν δε σε κάμω ταίρι μου,
Σμυρνιά μου, θα πεθάνω.
Μην αρνηθείς την αγκαλιά
και έρημο με αφήσεις.
γιατί θε να ‘ρθει ένας καιρός
και θα μετανοήσεις.
Θα κλαις, Σμυρνιά μου,
έμορφη μου και θα πονείς για μένα,
όταν θα συλλογίζεσαι
πως χάνομαι για σένα.
Στα δυο γλυκά ματάκια σου,
στ’ ορκίζομαι μικρό μου,
αν δε σε κάμω ταίρι μου,
Σμυρνιά μου, θα πεθάνω.
|
Me trélanan ta mátia su,
mikrí mu chaideméni.
Och, Smirniopula, s’ agapó,
mikrí ke pantreméni.
Krifí na ktísume foliá
m’ érota ke me póno
gia sénane mikrula mu,
gia sénane ke móno.
Sta dio gliká matákia su,
st’ orkízome mikró mu,
an de se kámo teri mu,
Smirniá mu, tha petháno.
Min arnithis tin agkaliá
ke érimo me afísis.
giatí the na ‘rthi énas kerós
ke tha metanoísis.
Tha kles, Smirniá mu,
émorfi mu ke tha ponis gia ména,
ótan tha sillogizese
pos chánome gia séna.
Sta dio gliká matákia su,
st’ orkízome mikró mu,
an de se kámo teri mu,
Smirniá mu, tha petháno.
|