Και απόψε θα περάσω στην ταβέρνα τη μικρή,
και θα πιω και θα κεράσω το Μανώλη το μπεκρή,
θα μου πει για την αγάπη, τη ζωή και τους καημούς
κι όταν φύγω, θα `χω κάτι να μου διώχνει τους θυμούς.
Αχ, ποιος μας κυβερνά Μανώλη
και στη ζωή πονάμε όλοι,
γιατί να γεννιόμαστε μονάχοι,
ποιος τα κλειδιά του κόσμου να `χει,
ποιος μας κυβερνά Μανώλη, ποιος μας κυβερνά,
ποιος μας κυβερνά Μανώλη κι η ζωή γερνά.
Μες στο έρημό μου σπίτι με τα κάδρα τα παλιά,
σαν αλήτης, σαν σπουργίτι που δεν του `δωσαν φωλιά,
περιμένω ν’ ανταμώσει η ζωή μου η πικρή
όταν πάλι σουρουπώσει, το Μανώλη το μπεκρή.
Αχ, ποιος μας κυβερνά Μανώλη
και στη ζωή πονάμε όλοι,
γιατί να γεννιόμαστε μονάχοι,
ποιος τα κλειδιά του κόσμου να `χει,
ποιος μας κυβερνά Μανώλη, ποιος μας κυβερνά,
ποιος μας κυβερνά Μανώλη κι η ζωή γερνά.
|
Ke apópse tha peráso stin tavérna ti mikrí,
ke tha pio ke tha keráso to Manóli to bekrí,
tha mu pi gia tin agápi, ti zoí ke tus kaimus
ki ótan fígo, tha `cho káti na mu dióchni tus thimus.
Ach, pios mas kiverná Manóli
ke sti zoí ponáme óli,
giatí na genniómaste monáchi,
pios ta klidiá tu kósmu na `chi,
pios mas kiverná Manóli, pios mas kiverná,
pios mas kiverná Manóli ki i zoí gerná.
Mes sto érimó mu spíti me ta kádra ta paliá,
san alítis, san spurgiti pu den tu `dosan foliá,
periméno n’ antamósi i zoí mu i pikrí
ótan páli surupósi, to Manóli to bekrí.
Ach, pios mas kiverná Manóli
ke sti zoí ponáme óli,
giatí na genniómaste monáchi,
pios ta klidiá tu kósmu na `chi,
pios mas kiverná Manóli, pios mas kiverná,
pios mas kiverná Manóli ki i zoí gerná.
|