Μες τα πράσινα σε βρίσκω
που γλιστράνε εύκολα
και της μπλόφας σου το ρίσκο
στα μάτια σου τα ένστολα.
Οι πινέζες απ’ τη τσόχα
μαύρες πλατυκέφαλες
λαθεμένα μάλλον στο `χα
ότι πάντα έσφαλες.
Στη μοιρασιά του κούκου
όλο δηλώνεις ντούκου
και εγώ δε βλέπω φως
μέσα σε κέντα φλος.
Στα καρέ μέσα σε βλέπω
και στα φώτα τα θαμπά
στα τσιγάρα πάνω έρπω
και ο καπνός σου με ακουμπά.
Στα σπαθιά σου και τις κούπες
κόπηκες και πνίγηκες
ένα βράδυ λιώμα μου πες
πως σκοτάδι γίνηκες.
Στη μοιρασιά του κούκου
όλο δηλώνεις ντούκου
και εγώ δε βλέπω φως
μέσα σε κέντα φλος.
|
Mes ta prásina se vrísko
pu glistráne efkola
ke tis blófas su to rísko
sta mátia su ta énstola.
I pinézes ap’ ti tsócha
mavres platikéfales
latheména mállon sto `cha
óti pánta ésfales.
Sti mirasiá tu kuku
ólo dilónis ntuku
ke egó de vlépo fos
mésa se kénta flos.
Sta karé mésa se vlépo
ke sta fóta ta thabá
sta tsigára páno érpo
ke o kapnós su me akubá.
Sta spathiá su ke tis kupes
kópikes ke pnígikes
éna vrádi lióma mu pes
pos skotádi ginikes.
Sti mirasiá tu kuku
ólo dilónis ntuku
ke egó de vlépo fos
mésa se kénta flos.
|