Λίγο ψωμί λίγες ελιές και το λυχνάρι
και το νερό της ξενιτιάς σου τ’ αλμυρό,
τ’ άλογα τρέχουν ‘κει χωρίς τον καβαλάρη
μα ποιος προφταίνει να κερδίσει τον καιρό,
τώρα που ο κόσμος είναι πόρτα με χορτάρι
κι όσο να ψάξω στη ζωή δε θα σε βρω.
Ποιος σου ‘χε τάξει να χαμογελάς τοξότη
με μιαν ευχή κι ένα φιλί σαν φυλαχτό;
Στην Προποντίδα να περάσεις στρατιώτη
και να πουλιέσαι στο παζάρι για σφαχτό,
ποιος σου ‘χε τάξει τη ζωή και τον καημό της
και να κοιμάσαι μ’ έναν ψεύτικο Θεό;
Ποιος φίλος έπαιξε τη μοίρα σου στα ζάρια,
πίσω από σένα ποιος μοιράζει τα χαρτιά,
ποιος κανονίζει τις αυγές και τα φεγγάρια
και ποιος αλλάζει τον βοριά και το νοτιά;
Τόσα ταξίδια και καημοί τόσα κουφάρια
άδικα πήγαν των αδίκων στην φωτιά.
|
Lígo psomí líges eliés ke to lichnári
ke to neró tis ksenitiás su t’ almiró,
t’ áloga tréchun ‘ki chorís ton kavalári
ma pios profteni na kerdísi ton keró,
tóra pu o kósmos ine pórta me chortári
ki óso na psákso sti zoí de tha se vro.
Pios su ‘che táksi na chamogelás toksóti
me mian efchí ki éna filí san filachtó;
Stin Propontída na perásis stratióti
ke na puliése sto pazári gia sfachtó,
pios su ‘che táksi ti zoí ke ton kaimó tis
ke na kimáse m’ énan pseftiko Theó;
Pios fílos épekse ti mira su sta zária,
píso apó séna pios mirázi ta chartiá,
pios kanonízi tis avgés ke ta fengária
ke pios allázi ton voriá ke to notiá;
Tósa taksídia ke kaimi tósa kufária
ádika pígan ton adíkon stin fotiá.
|