Το μυστικό που μ’ έκανε,
σαν το κερί να λιώσω,
ήρθ’ ο καιρός, μανούλα μου,
να σου το φανερώσω.
Μια μαυρομάτα βρέθηκε
ένα πρωί μπροστά μου
και μ’ ένα της χαμόγελο
μου πήρε τη καρδιά μου.
Με μια ελπίδα, μάνα μου,
περνούσα τη ζωή μου,
μια μέρα να την έκανα
παντοτινή δική μου.
Μα ‘κείνη ψεύτρα ήτανε
και γέλαγε με μένα
κι ένα πρωί με άλλονε
έφυγε για τα ξένα.
Και τώρα, μάνα μου γλυκιά,
απ’ τον δικό της πόνο,
μέρα και νύχτα κάθομαι
και κρυφομαραζώνω.
|
To mistikó pu m’ ékane,
san to kerí na lióso,
írth’ o kerós, manula mu,
na su to faneróso.
Mia mavromáta vréthike
éna pri brostá mu
ke m’ éna tis chamógelo
mu píre ti kardiá mu.
Me mia elpída, mána mu,
pernusa ti zoí mu,
mia méra na tin ékana
pantotiní dikí mu.
Ma ‘kini pseftra ítane
ke gélage me ména
ki éna pri me állone
éfige gia ta kséna.
Ke tóra, mána mu glikiá,
ap’ ton dikó tis póno,
méra ke níchta káthome
ke krifomarazóno.
|