Ο Γιάννος Μπερ απ’ το βοριά
το σύρμα δεν αντέχει.
Κάνει καρδιά, κάνει φτερά,
μες στα χωριά του κάμπου τρέχει.
“Δώσε, κυρά, λίγο ψωμί
και ρούχα για ν’ αλλάξω.
Δρόμο να κάνω έχω μακρύ,
πάν’ από λίμνες να πετάξω.”
Όπου διαβεί κι όπου σταθεί
φόβος και τρόμος πέφτει.
Και μια φωνή, φριχτή φωνή
“κρυφτείτε απ’ τον δραπέτη”.
“Φονιάς δεν είμαι, χριστιανοί,
θεριό για να σας φάω.
Έφυγα από τη φυλακή
στο σπίτι μου να πάω.”
Α, τι θανάσιμη ερημιά
στου Μπέρτολτ Μπρεχτ τη χώρα.
Δίνουν το Γιάννο στους Ες Ες,
για σκότωμα τον πάνε τώρα.
|
O Giánnos Ber ap’ to voriá
to sírma den antéchi.
Káni kardiá, káni fterá,
mes sta choriá tu kábu tréchi.
“Dóse, kirá, lígo psomí
ke rucha gia n’ allákso.
Drómo na káno écho makrí,
pán’ apó límnes na petákso.”
Όpu diavi ki ópu stathi
fóvos ke trómos péfti.
Ke mia foní, frichtí foní
“kriftite ap’ ton drapéti”.
“Foniás den ime, christiani,
therió gia na sas fáo.
Έfiga apó ti filakí
sto spíti mu na páo.”
A, ti thanásimi erimiá
stu Bértolt Brecht ti chóra.
Dínun to Giánno stus Es Es,
gia skótoma ton páne tóra.
|