Ψάχνω να βρω τις αφορμές
πως φτάσαμε στο αντίο
και πως κοπήκαν οι κλωστές,
που έδεναν τους δυο
Στείλε μονάχα σε χαρτί
δυο συλλαβές μια λέξη,
για ν’ ακουμπούν στα χείλη μου
μπας κι η καρδιά μου αντέξει
Να με θυμάσαι όταν κοιμάσαι
στου ονείρου σου την άκρη
εκεί που καίγονται οι φωτιές
και σβήνουν με ένα δάκρυ
Να με θυμάσαι όταν φοβάσαι
τις αστραπές που αστράφτουν
όταν θυμώνουν κεραυνοί
και οι φόβοι σου ανάβουν.
Οι μέρες όλες τρέχουνε
σαν φύλλα στο ποτάμι
κι η αγωνία να σε δω
σαν σφαίρα στην θαλάμη
τους όρκους μας ποτήσαμε
με δάκρυ και με αίμα
στης Αλλονήσου τον βυθό
δυο βότσαλα κρυμμένα.
Να με θυμάσαι όταν κοιμάσαι
στου ονείρου σου την άκρη
εκεί που καίγονται οι φωτιές
και σβήνουν με ένα δάκρυ
Να με θυμάσαι όταν φοβάσαι
τις αστραπές που αστράφτουν
όταν θυμώνουν κεραυνοί
και οι φόβοι σου ανάβουν.
|
Psáchno na vro tis aformés
pos ftásame sto antío
ke pos kopíkan i klostés,
pu édenan tus dio
Stile monácha se chartí
dio sillavés mia léksi,
gia n’ akubun sta chili mu
bas ki i kardiá mu antéksi
Na me thimáse ótan kimáse
stu oniru su tin ákri
eki pu kegonte i fotiés
ke svínun me éna dákri
Na me thimáse ótan fováse
tis astrapés pu astráftun
ótan thimónun keravni
ke i fóvi su anávun.
I méres óles tréchune
san fílla sto potámi
ki i agonía na se do
san sfera stin thalámi
tus órkus mas potísame
me dákri ke me ema
stis Allonísu ton vithó
dio vótsala krimména.
Na me thimáse ótan kimáse
stu oniru su tin ákri
eki pu kegonte i fotiés
ke svínun me éna dákri
Na me thimáse ótan fováse
tis astrapés pu astráftun
ótan thimónun keravni
ke i fóvi su anávun.
|