Πάει καιρός που το φεγγάρι δεν περνάει από ‘δώ
Το τοπίο είναι χακί, τρώει την καρδιά σου
Σε λευκό χαρτί τη νύχτα ξαναγράφω σ’ αγαπώ
στη σκοπιά παραμιλάω τ’ όνομά σου
Αχ, Αννούλα του χιονιά
δε θα είμαι πια μαζί σου
στου Δεκέμβρη τις εννιά
που έχεις Άννα τη γιορτή σου
Χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου, τι σου είναι το μυαλό
μπήκαν, λέει, περιστέρια στο στρατώνα
Κι όπως το ‘φερε η κουβέντα, μου είπαν όνειρο κι αυτό
σήκω πήγαινε στην Άννα του χειμώνα
Αχ, Αννούλα του χιονιά
δε θα είμαι πια μαζί σου
στου Δεκέμβρη τις εννιά
που έχεις Άννα τη γιορτή σου
|
Pái kerós pu to fengári den pernái apó ‘dó
To topío ine chakí, trói tin kardiá su
Se lefkó chartí ti níchta ksanagráfo s’ agapó
sti skopiá paramiláo t’ ónomá su
Ach, Annula tu chioniá
de tha ime pia mazí su
stu Dekémvri tis enniá
pu échis Άnna ti giortí su
Chtes to vrádi st’ óniró mu, ti su ine to mialó
bíkan, léi, peristéria sto stratóna
Ki ópos to ‘fere i kuvénta, mu ipan óniro ki aftó
síko pígene stin Άnna tu chimóna
Ach, Annula tu chioniá
de tha ime pia mazí su
stu Dekémvri tis enniá
pu échis Άnna ti giortí su
|