Μπήκε το φεγγάρι στο γιαπί
κι έγειρε για ύπνο στο χαλίκι.
Τα ‘πινε και γίνηκε στουπί
στο μπακαλικάκι του Τσαλίκη.
Ήρθαν οι εργάτες την αυγή
γέμισε από μπράτσα το σοκάκι.
Πήραν το φεγγάρι για παιδί
του ‘ριξαν στην πλάτη ένα σακάκι.
Και το φεγγαράκι τ’ ασημί
δάκρυσε απ’ αγάπη κι από γλύκα
κι έγινε το δάκρυ γιασεμί
όπως η καρδιά μου όταν σε βρήκα.
|
Bíke to fengári sto giapí
ki égire gia ípno sto chalíki.
Ta ‘pine ke ginike stupí
sto bakalikáki tu Tsalíki.
Ήrthan i ergátes tin avgí
gémise apó brátsa to sokáki.
Píran to fengári gia pedí
tu ‘riksan stin pláti éna sakáki.
Ke to fengaráki t’ asimí
dákrise ap’ agápi ki apó glíka
ki égine to dákri giasemí
ópos i kardiá mu ótan se vríka.
|