Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή.
Ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα και τα βουνά,
γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις.
Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου, ξανθό,
πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε που όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει πάλι το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα, παντού,
«η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα ίσως.
Κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα,
θα θυμηθείς και εσύ.
Μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή.
Θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω.
|
Makriá, polí makriá,
akugete i zoí.
Psilá polí psilá lábun ta fóta
ísos ta fóta, pu mas éklepsan
tis politias pu mas éklepsan
ki i thímisi ap’ to telefteo liógerma ke ta vuná,
giro diká mas.
Makriá polí makriá ipárchis.
Prépi na ipárchis.
Sa na boró n’ afugkrastó to gélio su, ksanthó,
píso ap’ tus lekiasménus tichus.
Kápote pu óla tha matheftune
pu th’ analiósi páli to pagoméno kéntro tis mnímis
tóra, pantu,
«i katáthesí mu, na thimáme ti ipa stin katáthesí mu»
ke tha ksanárthune ta chrómata ísos.
Kápote pu th’ anichtun i pórtes ton táfon,
ton spitión, ton filakón, ton nómon,
na logariásume tus nekrus mas,
na mirastume ta kenurgia mas tragudia.
Kápote tha máthis ki esí ta ipólipa,
tha thimithis ke esí.
Makriá, polí makriá, ise i zoí.
Tha ise makriá
tóte egó de tha ipárcho.
|