Απ’ της στεριάς τα βάσανα
τα μάτια μου θα πάρω
και σε καράβι φορτηγό, φορτηγό,
ναυτάκι θα μπαρκάρω.
Βίρα την άγκυρα, παιδιά, ω, ω, ω,
γιατί έχω πό, γιατί έχω πόνο στην καρδιά.
Σ’ ατέλειωτους ωκεανούς
θ’ αρχίσω το σεργιάνι
κι ας μη βρεθεί στην πλώρη μου, πλώρη μου,
παρηγοριάς λιμάνι.
Στον καπετάνιο τον σοφό, ω, ω, ω,
θα πω τον πό, θα πω τον πόνο τον κρυφό.
Το δάκρυ μου πλημμύρισε,
του καραβιού τ’αμπάρια
και την καρδιά μου στη στεριά, στη στεριά
τραβούν τα παλαμάρια.
Μη κάνεις κράτει φορτηγό, ω, ω, ω,
έξω ποτέ, έξω ποτέ μου δε θα βγω.
|
Ap’ tis steriás ta vásana
ta mátia mu tha páro
ke se karávi fortigó, fortigó,
naftáki tha barkáro.
Ira tin ágkira, pediá, o, o, o,
giatí écho pó, giatí écho póno stin kardiá.
S’ atéliotus okeanus
th’ archíso to sergiáni
ki as mi vrethi stin plóri mu, plóri mu,
parigoriás limáni.
Ston kapetánio ton sofó, o, o, o,
tha po ton pó, tha po ton póno ton krifó.
To dákri mu plimmírise,
tu karaviu t’abária
ke tin kardiá mu sti steriá, sti steriá
travun ta palamária.
Mi kánis kráti fortigó, o, o, o,
ékso poté, ékso poté mu de tha vgo.
|