Σε ένα αόρατο μηδέν παγιδευμένος
στο αδιέξοδο μια έξοδο ζητώ,
σε μια στιγμή του ρολογιού σταματημένος
χέρια απλώνω σε ακίνητο χορό.
Δε σου ανήκω και ας με είχες δεδομένο,
ανοίγω πόρτες απ’ την άλλη να βρεθώ.
Και αν στην αγάπη με θεώρησες χαμένο
μες στα συντρίμμια όρθιος πάλι θα σταθώ,
και είναι το μόνο δεδομένο.
Σε μαύρο πίνακα αχνά ζωγραφισμένος
με βλέμμα άπονο με σβήνει ο καιρός,
με στου λαβύρινθου το νήμα σου μπλεγμένος
με έχεις τυλίξει σαν ατσάλινος ιστός.
|
Se éna aórato midén pagidevménos
sto adiéksodo mia éksodo zitó,
se mia stigmí tu rologiu stamatiménos
chéria aplóno se akínito choró.
De su aníko ke as me iches dedoméno,
anigo pórtes ap’ tin álli na vrethó.
Ke an stin agápi me theórises chaméno
mes sta sintrímmia órthios páli tha stathó,
ke ine to móno dedoméno.
Se mavro pínaka achná zografisménos
me vlémma ápono me svíni o kerós,
me stu lavírinthu to níma su blegménos
me échis tilíksi san atsálinos istós.
|