Μια παλιά φωτογραφία
που με είχες αγκαλιά,
Κυριακή στην παραλία
με τον ήλιο στα μαλλιά,
μου θυμίζει χίλια δυο,
την Καμάρα, το Ντεπό,
τα βυζαντινά σου μάτια
που ακόμα τ’ αγαπώ.
Έλα απόψε σαν Βαρδάρης
σ’ άλλους κόσμους πάλι να με πάρεις,
έλα απόψε σαν καρντάσης
να χορέψεις, να με ξελογιάσεις,
ν’ αμαρτήσεις και ν’ αγιάσεις
κι ό,τι άλλο θες, κι ό,τι άλλο θες, κι ό,τι άλλο.
Στα Λαδάδικα τις νύχτες
να σε πίνω σαν πιοτό
με τους πόθους, τους ξενύχτες
στης καρδιάς την κιβωτό.
Μαγεμένη και τρελή
στο δικό σου το φιλί
να `μαι εγώ η Σαλονίκη
κι Αη Δημήτρης μου εσύ.
|
Mia paliá fotografía
pu me iches agkaliá,
Kiriakí stin paralía
me ton ílio sta malliá,
mu thimízi chília dio,
tin Kamára, to Ntepó,
ta vizantiná su mátia
pu akóma t’ agapó.
Έla apópse san Oardáris
s’ állus kósmus páli na me páris,
éla apópse san karntásis
na chorépsis, na me kselogiásis,
n’ amartísis ke n’ agiásis
ki ó,ti állo thes, ki ó,ti állo thes, ki ó,ti állo.
Sta Ladádika tis níchtes
na se píno san piotó
me tus póthus, tus kseníchtes
stis kardiás tin kivotó.
Mageméni ke trelí
sto dikó su to filí
na `me egó i Saloníki
ki Ai Dimítris mu esí.
|