Πήρα τους δρόμους να σε βρω
χλωμό μου παλικάρι.
Μες στην καρδιά μου ένα βουνό
που σκέπαζε τον ουρανό,
το φως απˊτο φεγγάρι.
Έρημοι δρόμοι, χαμένη ελπίδα,
μια πολιτεία χωρίς ζωή.
Ψυχές κουρέλια στην καταφρόνια,
στα πεζοδρόμια περνά η ντροπή.
Νύχτωσα σε άγνωστους σταθμούς
και σε μουντά λιμάνια.
Σε έψαξα μέσα στους πολλούς
και μάζευσα πικρούς καημούς
για τη φτωχή μου μάνα.
|
Píra tus drómus na se vro
chlomó mu palikári.
Mes stin kardiá mu éna vunó
pu sképaze ton uranó,
to fos apˊto fengári.
Έrimi drómi, chaméni elpída,
mia politia chorís zoí.
Psichés kurélia stin katafrónia,
sta pezodrómia perná i ntropí.
Níchtosa se ágnostus stathmus
ke se muntá limánia.
Se épsaksa mésa stus pollus
ke mázefsa pikrus kaimus
gia ti ftochí mu mána.
|