Αφού εσύ τα γύρευες
μονά ζυγά δικά σου
στο πείσμα σου παντρεύομαι
με τη γειτόνισσά σου.
Δες πώς τα `φερε η μοίρα
τη γειτόνισσά σου πήρα,
άντε να `ρθει κι η σειρά σου
εύχομαι και στα δικά σου.
Μάνα μου, όπα!
Για δες η τύχη τα `φερε
να γίνουμε γειτόνοι
και να σε βλέπω κούκλα μου
στ’ απέναντι μπαλκόνι.
Δες πώς τα `φερε η μοίρα
τη γειτόνισσά σου πήρα,
άντε να `ρθει κι η σειρά σου
εύχομαι και στα δικά σου.
Μάνα μου!
Και το στραπάτσο που `κανες
για να το διορθώσεις,
στο γάμο μου πρέπει να `ρθεις
και να με στεφανώσεις.
Μια και μου τα `κανες μαντάρα
θα σε κάνω εγώ κουμπάρα,
άντε να `ρθει κι η σειρά σου,
εύχομαι και στα δικά σου.
Μια και τα `κανες μαντάρα
θα σε κάνω εγώ κουμπάρα.
Κουμπάρα μου, ωχ!
|
Afu esí ta gireves
moná zigá diká su
sto pisma su pantrevome
me ti gitónissá su.
Des pós ta `fere i mira
ti gitónissá su píra,
ánte na `rthi ki i sirá su
efchome ke sta diká su.
Mána mu, ópa!
Gia des i tíchi ta `fere
na ginume gitóni
ke na se vlépo kukla mu
st’ apénanti balkóni.
Des pós ta `fere i mira
ti gitónissá su píra,
ánte na `rthi ki i sirá su
efchome ke sta diká su.
Mána mu!
Ke to strapátso pu `kanes
gia na to diorthósis,
sto gámo mu prépi na `rthis
ke na me stefanósis.
Mia ke mu ta `kanes mantára
tha se káno egó kubára,
ánte na `rthi ki i sirá su,
efchome ke sta diká su.
Mia ke ta `kanes mantára
tha se káno egó kubára.
Kubára mu, och!
|