Κάποιοι άγγελοι θλιμμένοι που `ναι μες στις εκκλησιές
όλοι τους ζωγραφισμένοι με καημούς και με σιωπές,
κρύβουν στα χιτώνιά τους τα χρυσάφια των βυθών
κι όλο λεν τα πάτερμά τους στα παλάτια των φτωχών.
Φύλλο φύλλο ξεφυλλίζω τα χαρτιά της μοναξιάς
κι όλο σου καταλογίζω όλ’ αυτά που σπαταλάς,
τα φτερά και τα χρυσάφια δυστυχώς και τα σκορπάς
και αλλού κοιμάσαι βράδυ και αλλού πρωί ξυπνάς.
Κάποιοι άγγελοι της νύχτας με φτερούγες ανοιχτές
τρέχουν όταν τους φωνάξουν οι γονατιστές ψυχές,
έτσι ήρθες ένα βράδυ για να παρηγορηθώ
κι έδωσες τ’ ανθόνερά σου μες στη δίψα μου να πιω.
Φύλλο φύλλο ξεφυλλίζω τα χαρτιά της μοναξιάς
κι όλο σου καταλογίζω όλ’ αυτά που σπαταλάς,
τα φτερά και τα χρυσάφια δυστυχώς και τα σκορπάς
και αλλού κοιμάσαι βράδυ και αλλού πρωί ξυπνάς.
|
Kápii ángeli thlimméni pu `ne mes stis ekklisiés
óli tus zografisméni me kaimus ke me siopés,
krívun sta chitóniá tus ta chrisáfia ton vithón
ki ólo len ta pátermá tus sta palátia ton ftochón.
Fíllo fíllo ksefillízo ta chartiá tis monaksiás
ki ólo su katalogizo ól’ aftá pu spatalás,
ta fterá ke ta chrisáfia distichós ke ta skorpás
ke allu kimáse vrádi ke allu pri ksipnás.
Kápii ángeli tis níchtas me fteruges anichtés
tréchun ótan tus fonáksun i gonatistés psichés,
étsi írthes éna vrádi gia na parigorithó
ki édoses t’ anthónerá su mes sti dípsa mu na pio.
Fíllo fíllo ksefillízo ta chartiá tis monaksiás
ki ólo su katalogizo ól’ aftá pu spatalás,
ta fterá ke ta chrisáfia distichós ke ta skorpás
ke allu kimáse vrádi ke allu pri ksipnás.
|