Τώρα που τα μάτια σου σωπαίνουν
μπαίνουν τα τραγούδια στο συρτάρι
κρύβεται στη νύχτα το φεγγάρι
και τα τριαντάφυλλα θρηνούν
Τώρα που πλαγιάζεις λυπημένη
βγαίνει ένα παράπονο στις στράτες
πνίγει τους ανύποπτους διαβάτες
Και τους κάνει αναίτια να πονούν
Τώρα που `χεις γίνει κάποιος στίχος
ήχος μακρινός πικρής φλογέρας
βάζει τα φτερά του ο αγέρας
Και το παραθύρι μου χτυπά
Τώρα που η ζωή μας έχει κάνει
Φτάνει να μου λες, δεν πάει άλλο
πώς απ’ την καρδιά μου να σε βγάλω
που ’μαθε από σένα ν’ αγαπά
|
Tóra pu ta mátia su sopenun
benun ta tragudia sto sirtári
krívete sti níchta to fengári
ke ta triantáfilla thrinun
Tóra pu plagiázis lipiméni
vgeni éna parápono stis strátes
pnígi tus anípoptus diavátes
Ke tus káni anetia na ponun
Tóra pu `chis gini kápios stíchos
íchos makrinós pikrís flogéras
vázi ta fterá tu o agéras
Ke to parathíri mu chtipá
Tóra pu i zoí mas échi káni
Ftáni na mu les, den pái állo
pós ap’ tin kardiá mu na se vgálo
pu ’mathe apó séna n’ agapá
|