Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού,
δίνοντας μια πολύχρωμη, μεταξωτή γραβάτα
σ’ έναν αράπη, μια μικρή αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηρία γεμάτα.
Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη
μα σαν πέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ωμό μου ξεχνιόταν καθισμένη.
Στα πόρτα τις αγόραζα μπανάνες και γλυκά
κι έξω μ’ ένα μικρό σκοινί την έβγαζα δεμένη
κι αφού σ’ όλα καθόμασταν και πίναμε τα μπαρ
στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι.
Κάποια φορά που πήγαινα μαζί της σκεφτικός
εξέφυγ’ απ’ τα χέρια μου χαρούμενη και πάει.
Είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: Να σιωπάει.
Μα είχε κι απ’ την ύπουλη καρδιά της γυναικός.
|
Kápote, s’ éna makrinó limáni tu Indiku,
dínontas mia políchromi, metaksotí graváta
s’ énan arápi, mia mikrí agórasa maimu
me mátia gkríza, skotiná ke poniría gemáta.
Tis prótes méres monachí stis plóris mia goniá,
ksernuse ke me kitaze vuví ke lipiméni
ma san pérase kerós, erchótan monachí
ki óres pollés ston omó mu ksechniótan kathisméni.
Sta pórta tis agóraza banánes ke gliká
ki ékso m’ éna mikró skiní tin évgaza deméni
ki afu s’ óla kathómastan ke píname ta bar
sto fortigó girízame ki i dio mas methisméni.
Kápia forá pu pígena mazí tis skeftikós
ekséfig’ ap’ ta chéria mu charumeni ke pái.
Iche protérima polí megálo: Na siopái.
Ma iche ki ap’ tin ípuli kardiá tis ginekós.
|