Μαύρο μαντήλι η πόλη βάζει
στο αρχαίο της γυμνό κορμί
στολίδια να πλανέψει αλλάζει
μια ταξιδιάρικια ψυχή.
Κατέβα βαλ’ τα κόκκινα
όνειρα είν’ τα όνειρα
και δε φιλούν στο στόμα
στης θάλασσάς μου το βυθό
φάρος να γίνεις να είσαι εδώ
κι ας μη με θες ακόμα.
Με φτερωτό σκαρί γυρίζεις
στην Άβυσσο περνάς του νου
το σώμα σου κι αν μου χαρίζεις
είν η ψυχή σου παντ’ αλλού.
Και μένει ένα ποτήρι άδειο
κι ένα τσιγάρο σου σβηστό
μόνο αυτά να σε θυμίζουν
πως ήσουνα για λίγο εδώ.
|
Mavro mantíli i póli vázi
sto archeo tis gimnó kormí
stolídia na planépsi allázi
mia taksidiárikia psichí.
Katéva val’ ta kókkina
ónira in’ ta ónira
ke de filun sto stóma
stis thálassás mu to vithó
fáros na ginis na ise edó
ki as mi me thes akóma.
Me fterotó skarí girízis
stin Άvisso pernás tu nu
to sóma su ki an mu charízis
in i psichí su pant’ allu.
Ke méni éna potíri ádio
ki éna tsigáro su svistó
móno aftá na se thimízun
pos ísuna gia lígo edó.
|