Παίρνω δρόμο και βαδίζω
κάτω στο Μοναστηράκι
με ενθύμια δακρύζω
και με τρώει το σαράκι.
Το παλιόσπιτο θυμάμαι,
που `μουνα μικρό παιδί
σκαλιστά τα κομοδίνα,
με βελούδινο χαλί,
μάνα μου, πικρή μου μάνα,
που `ναι της προίκας σου οι τσεβρέδες
που `χες μέσα στα μπαούλα,
με τους μαύρους μεντεσέδες.
Πρασινίζει το μπακίρι
από την πολυκαιρία
κι η καρδούλα μου τσακίζει
μες στα παλαιοπωλεία.
Το παλιόσπιτο θυμάμαι,
που `χαμε στην επαρχία
και το θείο τον Αντρέα
που `ταν όλο εξορία
μάνα μου, πικρή μου μάνα,
που `ναι της προίκας σου οι τσεβρέδες
που `χες μέσα στα μπαούλα,
με τους μαύρους μεντεσέδες.
|
Perno drómo ke vadízo
káto sto Monastiráki
me enthímia dakrízo
ke me trói to saráki.
To palióspito thimáme,
pu `muna mikró pedí
skalistá ta komodína,
me veludino chalí,
mána mu, pikrí mu mána,
pu `ne tis prikas su i tsevrédes
pu `ches mésa sta baula,
me tus mavrus mentesédes.
Prasinízi to bakíri
apó tin polikería
ki i kardula mu tsakízi
mes sta paleopolia.
To palióspito thimáme,
pu `chame stin eparchía
ke to thio ton Antréa
pu `tan ólo eksoría
mána mu, pikrí mu mána,
pu `ne tis prikas su i tsevrédes
pu `ches mésa sta baula,
me tus mavrus mentesédes.
|