Κι έρχομαι μοναχά να σ’ αγκαλιάσω και να κλάψω αδελφέ μου,
όπως ο ερωτευμένος που γυρνάει από χρόνια στην καλή του,
και μ’ ένα του φιλί, της λέει όλα τα χρόνια που περίμενε,
κι όλα τα χρόνια που τους περιμένουν, πέρα απ’ το φιλί τους.
Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι,
που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά,
που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς
για τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες
για τους εργάτες και για τις πικρές μανάδες τους,
για τον πεινασμένο ήλιο, για τον κόσμο ναι για όλο τον κόσμο
ένα φτωχό, καπνισμένο μαυρισμένο τσουκάλι,
που κάνει καλά τη δουλειά του.
Και τούτο το τσουκάλι βράζει, βράζει τραγουδώντας.
|
Ki érchome monachá na s’ agkaliáso ke na klápso adelfé mu,
ópos o erotevménos pu girnái apó chrónia stin kalí tu,
ke m’ éna tu filí, tis léi óla ta chrónia pu perímene,
ki óla ta chrónia pu tus periménun, péra ap’ to filí tus.
I kardiá mu ine tóra éna fardí chomaténio tsukáli,
pu bíke pollés forés sti fotiá,
pu magirepse chiliádes forés gia tus ftochus
gia tus ksomáchus, gia tus peratárides
gia tus ergátes ke gia tis pikrés manádes tus,
gia ton pinasméno ílio, gia ton kósmo ne gia ólo ton kósmo
éna ftochó, kapnisméno mavrisméno tsukáli,
pu káni kalá ti duliá tu.
Ke tuto to tsukáli vrázi, vrázi tragudóntas.
|