Ήταν μεθυσμένα μάτια και παράξενα,
και στο πρώτο κοίταγμά τους ένιωσα το άγγιγμά τους,
ήταν μάτια που μιλούσαν και τον έρωτα ξυπνούσαν.
Μάτια, μεθυσμένα μάτια,
τι να νοσταλγήσατε
πάνω μου και σβήσατε;
Μάτια, μεθυσμένα μάτια,
τι να σας θυμίζω εγώ,
τι να μου θυμίζετε
τώρα που δακρύζετε;
Ήταν μεθυσμένα μάτια και παράξενα
σαν διαμάντια φωτισμένα με χρυσάφι στολισμένα
που τραβούσαν σαν μαγνήτες, σαν τους όμορφους αλήτες.
Μάτια, μεθυσμένα μάτια,
τι να νοσταλγήσατε
πάνω μου και σβήσατε;
Μάτια, μεθυσμένα μάτια,
τι να σας θυμίζω εγώ,
τι να μου θυμίζετε
τώρα που δακρύζετε;
|
Ήtan methisména mátia ke paráksena,
ke sto próto kitagmá tus éniosa to ángigmá tus,
ítan mátia pu milusan ke ton érota ksipnusan.
Mátia, methisména mátia,
ti na nostalgísate
páno mu ke svísate;
Mátia, methisména mátia,
ti na sas thimízo egó,
ti na mu thimízete
tóra pu dakrízete;
Ήtan methisména mátia ke paráksena
san diamántia fotisména me chrisáfi stolisména
pu travusan san magnítes, san tus ómorfus alítes.
Mátia, methisména mátia,
ti na nostalgísate
páno mu ke svísate;
Mátia, methisména mátia,
ti na sas thimízo egó,
ti na mu thimízete
tóra pu dakrízete;
|