Μια παλιά μουσική
σαν το νήμα που με δένει στον καιρό
ξαφνικά με καλεί
σε μια πόλη πού `χει χρόνια να με δει.
Δυο φωνές μαγικές
σαν δυο μάγια με τυλίξανε θαρρώ
και με κάναν παιδί
σε μια πόλη που δεν έχει πια γιορτή.
Και γυρνώ σαν σκιά
κάθε σπίτι κι ένας φύλακας σκληρός
δεν μπορώ να διαβώ
το κατώφλι και να μπω.
Η πλατεία βουβή
και στους δρόμους μια ανείπωτη ερημιά
σαν παιδί σε καλώ
κι απαντά η ηχώ.
Περασμένες πια δυο
το ρολόι χτυπά και ρίγος με περνά
περασμένες πια τρεις
και δε φάνηκε ούτε ο Γιάννης ο μπεκρής.
Η πλατεία βουβή, λες κι ο αγέρας ανασαίνει σιωπηλά
κι η φωνή μου ξεσπά, μες στο κλάμα σας ζητά.
Κι η παλιά μουσική
ξαναχάνεται στη λήθη των καιρών
και η πόλη ξυπνά
απ’ τον ύπνο τον βαθύ.
|
Mia paliá musikí
san to níma pu me déni ston keró
ksafniká me kali
se mia póli pu `chi chrónia na me di.
Dio fonés magikés
san dio mágia me tilíksane tharró
ke me kánan pedí
se mia póli pu den échi pia giortí.
Ke girnó san skiá
káthe spíti ki énas fílakas sklirós
den boró na diavó
to katófli ke na bo.
I platia vuví
ke stus drómus mia anipoti erimiá
san pedí se kaló
ki apantá i ichó.
Perasménes pia dio
to rolói chtipá ke rígos me perná
perasménes pia tris
ke de fánike ute o Giánnis o bekrís.
I platia vuví, les ki o agéras anaseni siopilá
ki i foní mu ksespá, mes sto kláma sas zitá.
Ki i paliá musikí
ksanachánete sti líthi ton kerón
ke i póli ksipná
ap’ ton ípno ton vathí.
|