Σε τι κόσμο ζούμε σε τι κόσμο ζούμε.
Κοιτάζω γύρω μου μέσα απ’ τ’ αμάξι,
σκυμμένα βλέμματα, σκυμμένα σώματα,
κοιτάζω τα παιδιά στα φανάρια,
κοιτάζω τους ξένους μας, φυλακισμένοι στους δρόμους
μ’ ένα βιολί, ένα ακορντεόν
και μια φωτογραφία των γονιών τους
κρεμασμένη στο λαιμό σαν σταυρό.
Εφημερίδα ψυχή, μολυσμένες ειδήσεις,
η τιμή του πετρελαίου, η τιμή των μετοχών,
η τιμή της πατρίδας, η τιμή της ζωής μου.
Να πέθαινα για κάτι δυνατό,
όχι για δόξα, ούτε χρήμα.
Ούτε στην εθνική οδό
βράδυ Σαββάτου μετωπική με φορτηγό.
Να πέθαινα για κάτι δυνατό.
Έτσι που ζω σαν να μη ζω,
είναι μεγάλο άδικο και κρίμα.
Σε τι κόσμο ζούμε σε τι κόσμο ζούμε θεέ μου.
Κοιτάζω στις οθόνες τα κομμένα κεφάλια.
Μιλούν για πολέμους, μιλούν για ιδέες,
μιλούν κι η φωνή τους βογγάει απ’ το ψέμα.
Τα κτίρια τρέμουν, σωριάζονται άδεια.
Δεν έχουμε σπίτια, δεν έχουμε χέρια,
δεν έχουμε μάτια, παιδιά να γελάνε.
Έχουμε αίμα και σάρκα που καίει,
που κλαίει για το φόνο, το μάταιο ψέμα.
Σαν νάρκη στο χώμα θαμμένη η αλήθεια,
στο χώμα που όλους θα κρύψει μια μέρα.
Να πέθαινα για κάτι δυνατό,
όχι για δόξα, ούτε χρήμα.
Ούτε στην εθνική οδό
βράδυ Σαββάτου μετωπική με φορτηγό.
Να πέθαινα για κάτι δυνατό.
Έτσι που ζω σαν να μη ζω,
είναι μεγάλο άδικο και κρίμα.
Συγγνώμη, συγγνώμη, να μη σας τρομάζω.
Ξυπνάτε, κοιμάστε, κοιτάτε με τρόμο
τον φίλο που φεύγει για ξένα λιμάνια,
την άδεια καρδιά σας που λέει φοβάμαι
χτυπάει το τηλέφωνο, ουρλιάζει σαν σφαίρα
έχετε μήνυμα, μήνυμα πάλι το μήνυμα γράφει:
“Είμαι καλά, είμαι καλά”
Εσείς ευλαβικά στέλνετε το μήνυμα πάντα στο ίδιο νούμερο
στο δικό σας το νούμερο, κάθε μέρα κάθε μέρα
ξανά και ξανά, ξανά και ξανά.
Εσείς ευλαβικά στέλνετε το μήνυμα πάντα στο ίδιο νούμερο
στο δικό σας το νούμερο, κάθε μέρα κάθε μέρα
ξανά και ξανά, ξανά και ξανά.
Να πέθαινα για κάτι δυνατό,
όχι για δόξα, ούτε χρήμα.
Ούτε στην εθνική οδό
βράδυ Σαββάτου μετωπική με φορτηγό.
Να πέθαινα για κάτι δυνατό.
Έτσι που ζω σαν να μη ζω,
είναι μεγάλο άδικο και κρίμα.
|
Se ti kósmo zume se ti kósmo zume.
Kitázo giro mu mésa ap’ t’ amáksi,
skimména vlémmata, skimména sómata,
kitázo ta pediá sta fanária,
kitázo tus ksénus mas, filakisméni stus drómus
m’ éna violí, éna akornteón
ke mia fotografía ton gonión tus
kremasméni sto lemó san stavró.
Efimerída psichí, molisménes idísis,
i timí tu petreleu, i timí ton metochón,
i timí tis patrídas, i timí tis zoís mu.
Na péthena gia káti dinató,
óchi gia dóksa, ute chríma.
Oíte stin ethnikí odó
vrádi Savvátu metopikí me fortigó.
Na péthena gia káti dinató.
Έtsi pu zo san na mi zo,
ine megálo ádiko ke kríma.
Se ti kósmo zume se ti kósmo zume theé mu.
Kitázo stis othónes ta komména kefália.
Milun gia polémus, milun gia idées,
milun ki i foní tus vongái ap’ to pséma.
Ta ktíria trémun, soriázonte ádia.
Den échume spítia, den échume chéria,
den échume mátia, pediá na geláne.
Έchume ema ke sárka pu kei,
pu klei gia to fóno, to máteo pséma.
San nárki sto chóma thamméni i alíthia,
sto chóma pu ólus tha krípsi mia méra.
Na péthena gia káti dinató,
óchi gia dóksa, ute chríma.
Oíte stin ethnikí odó
vrádi Savvátu metopikí me fortigó.
Na péthena gia káti dinató.
Έtsi pu zo san na mi zo,
ine megálo ádiko ke kríma.
Singnómi, singnómi, na mi sas tromázo.
Ksipnáte, kimáste, kitáte me trómo
ton fílo pu fevgi gia kséna limánia,
tin ádia kardiá sas pu léi fováme
chtipái to tiléfono, urliázi san sfera
échete mínima, mínima páli to mínima gráfi:
“Ime kalá, ime kalá”
Esis evlaviká stélnete to mínima pánta sto ídio numero
sto dikó sas to numero, káthe méra káthe méra
ksaná ke ksaná, ksaná ke ksaná.
Esis evlaviká stélnete to mínima pánta sto ídio numero
sto dikó sas to numero, káthe méra káthe méra
ksaná ke ksaná, ksaná ke ksaná.
Na péthena gia káti dinató,
óchi gia dóksa, ute chríma.
Oíte stin ethnikí odó
vrádi Savvátu metopikí me fortigó.
Na péthena gia káti dinató.
Έtsi pu zo san na mi zo,
ine megálo ádiko ke kríma.
|