Κρυβόμουν πίσω από τη μέρα,
είχαν οι πέτρες μου τελειώσει,
φώναζες, φώναζα “Αέρα”
μα είχε η σφεντόνα μου παλιώσει.
Κάτω απ’ τον ίσκιο ενός δέντρου,
απότιστου και πληγωμένου,
φέγγανε σαν μικρά διαμάντια
τα λάφυρα του νικημένου.
Σπαθί ασημένιο το φεγγάρι,
μαχαίρι χάρτινο η βροχή,
πόλεμος και ανακωχή,
μαζί πηγαίναμε ζευγάρι.
Σε σημαδεύω μα δε ρίχνω,
φίλος μου είσαι κι όχι εχθρός.
Να `ταν το τόξο μου δοξάρι,
να `ταν ο πόλεμος χορός.
Νύχτα σαν τέλειωνε η μάχη
φάνταζε πέτρινος ο κήπος.
Σωπαίναν άνθρωποι και βράχοι
κι άλλαζε της καρδιάς ο χτύπος.
Κρατούσε ο χρόνος το δρεπάνι
μα ήταν αθέριστη η ελπίδα
κι όταν λογάριαζε πως χάνει,
πέταγε πέρα την ασπίδα.
|
Krivómun píso apó ti méra,
ichan i pétres mu teliósi,
fónazes, fónaza “Aéra”
ma iche i sfentóna mu paliósi.
Káto ap’ ton ískio enós déntru,
apótistu ke pligoménu,
féngane san mikrá diamántia
ta láfira tu nikiménu.
Spathí asiménio to fengári,
macheri chártino i vrochí,
pólemos ke anakochí,
mazí pigename zevgári.
Se simadevo ma de ríchno,
fílos mu ise ki óchi echthrós.
Na `tan to tókso mu doksári,
na `tan o pólemos chorós.
Níchta san télione i máchi
fántaze pétrinos o kípos.
Sopenan ánthropi ke vráchi
ki állaze tis kardiás o chtípos.
Kratuse o chrónos to drepáni
ma ítan athéristi i elpída
ki ótan logáriaze pos cháni,
pétage péra tin aspída.
|